- μείωμα
- μείωμα, τὸ (Α) [μειώ]1. μείωση, ελάττωση, σμίκρυνση, περικοπή2. πρόστιμο, χρηματική ποινή («τῆς φυλακῆς τῶν γαυλικῶν χρημάτων τὸ μείωμα εἴκοσιν μνᾱς [ὦφλε]», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μείωμα — curtailment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)